- πυριφλεγεθων
- πυριφλεγέθωνπῠρι-φλεγέθων2, gen. οντος сверкающий огнем
(ἔσοπτρον Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἔσοπτρον Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Πυριφλεγέθων — blazing like fire masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριφλεγέθων — blazing like fire masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριφλεγέθων — Ένας, κατά την αρχαία μυθολογία, από τους τρεις ποταμούς του Άδη. Ενώ ο Κωκυτός και ο Αχέρων ήταν οι ποταμοί των στεναγμών, ο Π. ήταν ο ποταμός της φωτιάς. Ο Όμηρος τον αναφέρει στην Οδύσσεια και ο Πλάτων στον Φαίδωνα. Ο Πλάτων μάλιστα,… … Dictionary of Greek
πυριφλεγέθοντα — πυριφλεγέθων blazing like fire neut nom/voc/acc pl πυριφλεγέθων blazing like fire masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυριφλεγέθοντα — Πυριφλεγέθων blazing like fire masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυριφλεγέθοντας — Πυριφλεγέθων blazing like fire masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριφλεγέθοντας — πυριφλεγέθων blazing like fire masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυριφλεγέθοντες — Πυριφλεγέθων blazing like fire masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριφλεγέθοντες — πυριφλεγέθων blazing like fire masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυριφλεγέθοντι — Πυριφλεγέθων blazing like fire masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριφλεγέθοντι — πυριφλεγέθων blazing like fire masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)